παραλογιάζω

παραλογιάζω
1. μετ. сводить с ума;
2. αμετ. сходить с ума

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "παραλογιάζω" в других словарях:

  • παραλογιάζω — 1. κάνω κάποιον να τρελαθεί, να χάσει τα λογικά του («τόν παραλόγιασες με αυτά που τού είπες») 2. χάνω τα λογικά μου, τρελαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραλογίζομαι, κατά τα ρ. σε ιάζω] …   Dictionary of Greek

  • παραλογιάζω — παραλόγιασα, παραλογιάστηκα, παραλογιασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον παράλογο, τρελαίνω, ζαλίζω: Λέγε λέγε το παραλογιάσατε το παιδί. 2. αμτβ., χάνω το λογικό μου, τρελαίνομαι: Μ αυτόν δεν μπορείς να συνεννοηθείς, γιατί είναι παραλογιασμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλόγιασμα — το [παραλογιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραλογιάζω, η διατάραξη τών διανοητικών λειτουργιών ή η επικράτηση τού παρορμητικού και τού συναισθηματικού στοιχείου στη συμπεριφορά, η τρέλα …   Dictionary of Greek

  • μανιάζω — (Μ μανιάζω [μανία] 1. κατέχομαι από μανία, παραφέρομαι, οργίζομαι, παραλογιάζω 2. (για τα στοιχεία τής φύσης) μαίνομαι, αγριεύω, είμαι ή γίνομαι ορμητικός («μάνιασε ο αέρας») …   Dictionary of Greek

  • παραλόγιασμα — το ατος, η πράξη και το αποτέλεσμα του παραλογιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»